ὑγιεινός

ὑγιεινός
3 здоровый

Ancient Greek-Russian simple. 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ὑγιεινός" в других словарях:

  • ὑγιεινός — good for the health masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγιεινός — ή, ό/ ὑγιεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό κλίμα» β. «περί τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», Ξεν.) 2. (για τροφή) θρεπτικός (α. «τα φρούτα είναι υγιεινή τροφή» β. «τῶν σιτίων τοῑς …   Dictionary of Greek

  • υγιεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. που συντελεί στην υγεία, ο ωφέλιμος στην υγεία: Υγιεινό κλίμα. 2. το θηλ. ως ουσ., υγιεινή (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑγιεινά — ὑγιεινός good for the health neut nom/voc/acc pl ὑγιεινά̱ , ὑγιεινός good for the health fem nom/voc/acc dual ὑγιεινά̱ , ὑγιεινός good for the health fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινότερον — ὑγιεινός good for the health adverbial comp ὑγιεινός good for the health masc acc comp sg ὑγιεινός good for the health neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινοτέρων — ὑγιεινός good for the health fem gen comp pl ὑγιεινός good for the health masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινοτέρως — ὑγιεινός good for the health adverbial comp ὑγιεινός good for the health masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινῶν — ὑγιεινός good for the health fem gen pl ὑγιεινός good for the health masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινόν — ὑγιεινός good for the health masc acc sg ὑγιεινός good for the health neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινότατα — ὑγιεινός good for the health adverbial superl ὑγιεινός good for the health neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινότατον — ὑγιεινός good for the health masc acc superl sg ὑγιεινός good for the health neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»